Σιδηροῦν — Σιδηρώ fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηρούς — ά, ούν / σιδηροῡς, ᾱ, οῡν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σιδήρειος Μ, και δωρ. τ. σιδάρεος, α, ον, και ποιητ. τ. σιδηρήεις, εσσα, εν, και ιων. και επικ. τ. σιδήρεος, α, ον, και σιδήρειος, είη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή από χάλυβα, σιδερένιος (α.… … Dictionary of Greek
CAMERA — I. CAMERA Apostolica, Pontificis thesaurus est, et Patriarchium aliquando dicitur. Unde autem sumebat ea, quae ad usum sui corporis erant necessaria? Dicit Beatus manifeste de Patriarchio Romano, etc. Nescitis Ecclesiam Romanam? Dico enim vobis,… … Hofmann J. Lexicon universale
DISCOBOLI — dicebantur olim, qui disco vicissent, quod ununi erat e quinque ludis, in stadio exerceri solitis. Se exercebant autem Disco et Milites, uti Homer. de Myrmidonibus, quos Achilles ducebat, scribit. Il. μ. et Athletae, tum in Gymnastis, tum in… … Hofmann J. Lexicon universale
PEDANEI Senatores — melius Pedarii, docente A. Gelliô l. 3. c. 18. quibusdam dicti sunt, qui sententiam in Senatu non verbis dicerent, sed in alienam sententiam pedibusirent: Sed quum Senatus consultum per discessionem fiebat, universi Senatores sententiam pedibus… … Hofmann J. Lexicon universale
κλοιός — Μεταλλικό στεφάνι, κυκλικός δεσμός (κυρίως γύρω από τον λαιμό ή τα χέρια)· ειδικό στεφάνι, σιδερένιο ή ξύλινο, που το χρησιμοποιούσαν ως όργανο βασανιστηρίων ήδη από την αρχαιότητα. Η απλούστερη μορφή του ήταν μια επίπεδη σανίδα με τρεις τρύπες,… … Dictionary of Greek
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek
ουρβανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Άγκυρα επί Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 23 Ιουνίου. 2. Για να αποφύγει τον διωγμό των Αρειανών, πήγε στη Νικομήδεια και ζήτησε την προστασία του… … Dictionary of Greek
παραπέτασμα — το, ΝΜΑ [παραπετάννυμαι] 1. υφασμάτινο συνήθως προκάλυμμα που κρεμιέται για να κρύψει ή να απομονώσει κάτι («σκηνήν... παραπετάσμασι ποικίλοισι κατεσκευασμένην», Ηρόδ.) 2. μτφ. πρόσχημα («ταῑς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… … Dictionary of Greek